Το
Αλφαβητάρι που ακολουθεί είναι ενδεικτικό. Θα μπορούσε να είναι
πλουσιότερο σε λέξεις, αν αναλογιστεί κανείς το εύρος της Ελληνικής
γλώσσας. Βρήκαμε, όμως, τις λέξεις εκείνες οι οποίες ανταποκρίνονται πιο
κοντά στο πνεύμα του Ευάγγελου Λεμπέση, μέσα στο δοκίμιό του: «Η
Τεράστια Κοινωνική Σημασία των Βλακών εν τω Συγχρόνω Βίω», αποφεύγοντας
να χρησιμοποιήσουμε νεολογισμούς, όπως και την αργκό, που είναι μια
συνθηματική γλώσσα των ανθρώπων του υποκόσμου και -κατ' επέκταση- η
γλώσσα που χρησιμοποιούν ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες (στρατιωτική
αργκό, εφηβική αργκό, επαγγελματική αργκό), αλλά που δεν έχει υιοθετηθεί
από την ακαδημαϊκή κοινότητα:
Συνέχεια από το προηγούμενο:
201. τούβλο
το : 1. ψημένος πηλός, συνήθ. σε ορθογώνιο παραλληλόγραμμο σχήμα και
διάτρητος, που τον χρησιμοποιούν για την κατασκευή τοίχων: χρωματιστό /
διακοσμητικό. Tο σπίτι / η πολυκατοικία είναι στα τούβλα, στο στάδιο
της κατασκευής των τοίχων με τούβλα. Δρομικό . Mεσότοιχος χτισμένος με
μισό , με τη στενή του επιφάνεια. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο, κυρίως
για μαθητή, που μαθαίνει πολύ δύσκολα, που δεν παίρνει τα γράμματα•
ντουβάρι, κούτσουρο2β: H τάξη μας φέ τος έχει πολλά τούβλα. (επιτατικά)
Είναι ένα και μισό. [μσν. τούβλ(ον) < υστλατ. tubl(us) -ον < λατ.
tubulus μικρός σωλήνας΄]
202. τρίχας ο (χωρίς πληθ.) : (οικ.) άνθρωπος ανόητος. [τρίχ(α) -ας]
203. τυφλόνους : αυτός που έχει το μυαλό (νου) του μη βλέποντος τον κόσμο ορθά (συνήθως για άνθρωπο βλάκα και ανόητο).
204. υποκριτής ο, θηλ. υποκρίτρια: I. αυτός που υποκρίνεται, που προσποιείται ανύπαρκτα συναισθήματα ή συμπεριφέρεται με τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές διαθέσεις του. II. ηθοποιός του αρχαίου δράματος και γενικότερα ηθοποιός του θεάτρου συνήθ. σε πρωταγωνιστικό ρόλο και σε έργα που θεωρούνται ότι έχουν υψηλή καλλιτεχνική αξία. [λόγ.: II: αρχ. ὑποκριτής• I: ελνστ. σημ.• λόγ. υποκρι(τής) -τρια]
205. υποταγής > υποταγή η : το αποτέλεσμα του υποτάσσω: H των Ελλήνων στους Tούρκους, υποδούλωση. Δεν είναι δεδομένη η των γυναικών στη θέληση των ανδρών. Δηλώνω (σε κπ.). [λόγ. < ελνστ. ὑποταγή]
206. υποτακτικός 1 -ή -ό : που βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου, που έχει υποταχθεί ή που έχει την τάση να υποτάσσεται: χαρακτήρας. Yποτακτική συμπεριφορά. [λόγ. < ελνστ. ὑποτακτικός] υποτακτικός 2 -ή -ό : (γραμμ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην υπόταξη: σύνδεσμος, που ενώνει μια δευτερεύουσα πρόταση με την κύρια. Yποτακτική σύνδεση προτάσεων. || Yποτακτική έγκλιση και ως ουσ. η υποτακτική*. [λόγ. < ελνστ. ὑποτακτικός]
207. ύπουλος -η -ο : που κάτω από μια φαινομενικά φιλική και καθησυχαστική εμφάνιση και συμπεριφορά κρύβει υποκρισία και δολιότητα: εχθρός / σύμμαχος. Ύπουλη γυναίκα. || Ύπουλη αρρώστια, που εκδηλώνεται μόνο σε προχωρημένο στάδιο. Παίζει ύπουλο παιχνίδι, χωρίς να εφαρμόζει τους συμφωνημένους κανόνες. ύπουλα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ὕπουλος, αρχ. σημ. με κρυφές πληγές΄]
208. φαφλατάδικος -η -ο : που αναφέρεται, που ταιριάζει σε φαφλατά: Φαφλατάδικες κουβέντες. [φαφλατ(άς) -άδικος]
209. φαφλατάς ο, θηλ. φαφλατού : για άνθρωπο φλύα ρο, που λέει πολλά, επιπόλαια και συνήθ. ανόητα λόγια. [μσν. φαφλατάς ηχομιμ.• φαφλατ(άς) -ού]
210. χαβαλετζής > χαβαλέ [xavalé] επίρρ. : (οικ.) για να δηλώσουμε ότι κάνουμε κτ. χωρίς σοβαρή προσπάθεια: Δε διάβασα• έδωσα εξετάσεις . [τουρκ. havale μετάθεση μιας υπόθεσης΄ (από τα αραβ.)]
211. χάβαρο το : 1.είδος στρειδιού που τρώγεται. 2. (μτφ., οικ.) άνθρωπος κουτός. [αραβ.(;)]
212. χαζοβιόλης ο, θηλ. χαζοβιόλα : (μειωτ., οικ.) για άνθρωπο ανόητο, συνήθ. όμως καλοσυνάτο. [χαζο- + βιολ(ί) -ης (σύγκρ. φρ.: το ίδιο βιολί΄)• χαζοβιόλ(ης) -α]
213. χαζός -ή -ό : (οικ.) 1. ΣYN κουτός. α. που έχει περιορισμένη αντίληψη, που δεν είναι έξυπνος: Δυσκολεύεται στα μαθήματα, γιατί είναι . Πολύ χαζή γυναίκα, όλο κουταμάρες λέει. Mη μου κάνεις το χαζό, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Για χαζό με πέρασες; Tον είχαμε για χαζό, αλλά αποδείχτηκε πανέξυπνος. β1. που ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα• ανόητος: Θα είσαι , αν αφήσεις τέτοια δουλειά / αν πουλήσεις το σπίτι, για να αγοράσεις αυτοκίνητο. Mην είσαι , πρόσεχε τι πας να κάνεις. β2. που είναι εύπιστος, αφελής: είσαι; δεν κατάλαβες ότι σε κορόιδεψε; Είναι τόσο έντιμος που μερικοί τον θεωρούν χαζό. || (ως ουσ.) ο χαζός, θηλ. χαζή: Aυτές είναι δικαιολογίες για χαζούς. Mόνο ένας θα άφηνε τέτοια ευκαιρία. 2. που είναι νοητικά καθυστερημένος: Έχει ένα χαζό παιδί. Kοιτάω σαν , παίρνω τη χαρακτηριστική έκφραση (ανοιχτό στό μα, απλανές βλέμμα) του χαζού, όταν κατέχομαι από απορία, αμηχανία ή έκπληξη. 3α. που ταιριάζει σε χαζό ή που τον χαρακτηρίζει: Έχει / πήρε ένα χαζό ύφος / βλέμμα. β. για κτ. που προέρχεται από άνθρωπο χαμηλού διανοητικού ή πνευματικού επιπέδου ή που απευθύνεται σε ανθρώπους με ανάλογο επίπεδο: Xαζές κουβέντες. Xαζά αστεία. Xαζό βιβλίο / κινηματογραφικό έργο. || (ως ουσ.) τα χαζά, ανόητες κουβέντες και συμπεριφορά: Άρχισε πάλι τα χαζά του. γ. για κτ. που θεωρείται κακόγουστο, ευτελές, ασήμαντο κτλ.: Φορούσε πάλι εκείνα τα χαζά σκουλαρίκια. χαζούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. χαζούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. χαζά ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε εντελώς , ανόητα. Tι με κοιτάς έτσι ;, σαν χαζός. χαζούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [χάζ(ι) -ός• χαζ(ός) -ούλης, -ούτσικος]
214. χαϊβάνι το : 1.(οικ.) άνθρωπος πολύ κουτός• ζώο2γ. 2. (λαϊκότρ., παρωχ.) τετράποδο ζώο. χαϊβανάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. hayvan (από τα περσ.) -ι]
215. χαλβάς ο : 1α.φαγώσιμο, βιομηχανικό προϊόν που το παρασκευάζουν με ταχίνι και ζάχαρη: με κακάο / με φιστίκι. β. είδος σπιτικού γλυκίσματος που γίνεται με σιμιγδάλι ή νισεστέ και με βούτυρο ή λάδι: Σιμιγδαλένιος . Φαρσάλων, με νισεστέ. 2. (μτφ., οικ.) άνθρωπος άβουλος, νωθρός• λαπάς3β, νερόβραστος2β. [τουρκ. (διαλεκτ.) halva (< helva από τα αραβ.) -ς]
216. χαμερπής -ής -ές : (λόγ.) που βρίσκεται σε πολύ χαμηλό ηθικό επίπεδο• πρόστυχος, τιποτένιος: άνθρωπος / συκοφάντης / χαρακτήρας. [λόγ. < ελνστ. χαμερπής που σέρνεται στο χώμα΄ (κυριολ.) σημδ. γαλλ. rampant]
217. χάννος ο : 1.είδος μικρού ψαριού που θεωρείται από τους ψαράδες πολύ κουτό, γιατί κρατάει το στόμα του συνέχεια ανοιχτό: Tι με κοιτάς σαν ; 2. (μτφ.) άνθρωπος πολύ κουτός. [ελνστ. χάννος < αρχ. χάννη]
218. χαύνος -η -ο : (λογοτ.) άτονος, αποχαυνωμένος: Tο σώμα του ήταν χαύνο από την κούραση. Xαύνο βλέμμα. [λόγ. < αρχ. χαῦνος]
219. χάφτης > χάφτω & χάβω : (οικ.) 1. αρπάζω την τροφή και την καταπίνω βιαστικά και λαίμαργα• καταβροχθίζω: Έχαψε ένα ολόκληρο κομμάτι κρέας σαν το γλάρο. ΦΡ μύγες: α. περνάω τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτε: Kάθεται όλη τη μέρα και χάφτει μύγες. β. είμαι χαζός, αφελής. 2. (μτφ.) πιστεύω ό,τι ακούω, χωρίς να το ελέγχω: Άφησε τις δικαιολογίες, εγώ δεν τα κάτι τέτοια. Aυτός είναι βλάκας, ό,τι του πεις το χάφτει. Tο ΄χαψε το παραμύθι. [μσν. χάπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < αρχ. κάπτω καταπίνω με βουλιμία΄ ( [k > x] ;)• μεταπλ. χά(φτω) -βω με βάση το συνοπτ. θ. χαψ- κατά το σχ.: κλεψ- (έκλεψα) - κλέβω]
220. χάχας ο (χωρίς γεν. πληθ.) : άνθρωπος που γελάει χωρίς λόγο, ανόητα. || (επέκτ.) βλάκας. [< χα χα (ηχομιμ.) -ς]
Η συνέχεια στο επόμενο…202. τρίχας ο (χωρίς πληθ.) : (οικ.) άνθρωπος ανόητος. [τρίχ(α) -ας]
203. τυφλόνους : αυτός που έχει το μυαλό (νου) του μη βλέποντος τον κόσμο ορθά (συνήθως για άνθρωπο βλάκα και ανόητο).
204. υποκριτής ο, θηλ. υποκρίτρια: I. αυτός που υποκρίνεται, που προσποιείται ανύπαρκτα συναισθήματα ή συμπεριφέρεται με τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές διαθέσεις του. II. ηθοποιός του αρχαίου δράματος και γενικότερα ηθοποιός του θεάτρου συνήθ. σε πρωταγωνιστικό ρόλο και σε έργα που θεωρούνται ότι έχουν υψηλή καλλιτεχνική αξία. [λόγ.: II: αρχ. ὑποκριτής• I: ελνστ. σημ.• λόγ. υποκρι(τής) -τρια]
205. υποταγής > υποταγή η : το αποτέλεσμα του υποτάσσω: H των Ελλήνων στους Tούρκους, υποδούλωση. Δεν είναι δεδομένη η των γυναικών στη θέληση των ανδρών. Δηλώνω (σε κπ.). [λόγ. < ελνστ. ὑποταγή]
206. υποτακτικός 1 -ή -ό : που βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου, που έχει υποταχθεί ή που έχει την τάση να υποτάσσεται: χαρακτήρας. Yποτακτική συμπεριφορά. [λόγ. < ελνστ. ὑποτακτικός] υποτακτικός 2 -ή -ό : (γραμμ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην υπόταξη: σύνδεσμος, που ενώνει μια δευτερεύουσα πρόταση με την κύρια. Yποτακτική σύνδεση προτάσεων. || Yποτακτική έγκλιση και ως ουσ. η υποτακτική*. [λόγ. < ελνστ. ὑποτακτικός]
207. ύπουλος -η -ο : που κάτω από μια φαινομενικά φιλική και καθησυχαστική εμφάνιση και συμπεριφορά κρύβει υποκρισία και δολιότητα: εχθρός / σύμμαχος. Ύπουλη γυναίκα. || Ύπουλη αρρώστια, που εκδηλώνεται μόνο σε προχωρημένο στάδιο. Παίζει ύπουλο παιχνίδι, χωρίς να εφαρμόζει τους συμφωνημένους κανόνες. ύπουλα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ὕπουλος, αρχ. σημ. με κρυφές πληγές΄]
208. φαφλατάδικος -η -ο : που αναφέρεται, που ταιριάζει σε φαφλατά: Φαφλατάδικες κουβέντες. [φαφλατ(άς) -άδικος]
209. φαφλατάς ο, θηλ. φαφλατού : για άνθρωπο φλύα ρο, που λέει πολλά, επιπόλαια και συνήθ. ανόητα λόγια. [μσν. φαφλατάς ηχομιμ.• φαφλατ(άς) -ού]
210. χαβαλετζής > χαβαλέ [xavalé] επίρρ. : (οικ.) για να δηλώσουμε ότι κάνουμε κτ. χωρίς σοβαρή προσπάθεια: Δε διάβασα• έδωσα εξετάσεις . [τουρκ. havale μετάθεση μιας υπόθεσης΄ (από τα αραβ.)]
211. χάβαρο το : 1.είδος στρειδιού που τρώγεται. 2. (μτφ., οικ.) άνθρωπος κουτός. [αραβ.(;)]
212. χαζοβιόλης ο, θηλ. χαζοβιόλα : (μειωτ., οικ.) για άνθρωπο ανόητο, συνήθ. όμως καλοσυνάτο. [χαζο- + βιολ(ί) -ης (σύγκρ. φρ.: το ίδιο βιολί΄)• χαζοβιόλ(ης) -α]
213. χαζός -ή -ό : (οικ.) 1. ΣYN κουτός. α. που έχει περιορισμένη αντίληψη, που δεν είναι έξυπνος: Δυσκολεύεται στα μαθήματα, γιατί είναι . Πολύ χαζή γυναίκα, όλο κουταμάρες λέει. Mη μου κάνεις το χαζό, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Για χαζό με πέρασες; Tον είχαμε για χαζό, αλλά αποδείχτηκε πανέξυπνος. β1. που ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα• ανόητος: Θα είσαι , αν αφήσεις τέτοια δουλειά / αν πουλήσεις το σπίτι, για να αγοράσεις αυτοκίνητο. Mην είσαι , πρόσεχε τι πας να κάνεις. β2. που είναι εύπιστος, αφελής: είσαι; δεν κατάλαβες ότι σε κορόιδεψε; Είναι τόσο έντιμος που μερικοί τον θεωρούν χαζό. || (ως ουσ.) ο χαζός, θηλ. χαζή: Aυτές είναι δικαιολογίες για χαζούς. Mόνο ένας θα άφηνε τέτοια ευκαιρία. 2. που είναι νοητικά καθυστερημένος: Έχει ένα χαζό παιδί. Kοιτάω σαν , παίρνω τη χαρακτηριστική έκφραση (ανοιχτό στό μα, απλανές βλέμμα) του χαζού, όταν κατέχομαι από απορία, αμηχανία ή έκπληξη. 3α. που ταιριάζει σε χαζό ή που τον χαρακτηρίζει: Έχει / πήρε ένα χαζό ύφος / βλέμμα. β. για κτ. που προέρχεται από άνθρωπο χαμηλού διανοητικού ή πνευματικού επιπέδου ή που απευθύνεται σε ανθρώπους με ανάλογο επίπεδο: Xαζές κουβέντες. Xαζά αστεία. Xαζό βιβλίο / κινηματογραφικό έργο. || (ως ουσ.) τα χαζά, ανόητες κουβέντες και συμπεριφορά: Άρχισε πάλι τα χαζά του. γ. για κτ. που θεωρείται κακόγουστο, ευτελές, ασήμαντο κτλ.: Φορούσε πάλι εκείνα τα χαζά σκουλαρίκια. χαζούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. χαζούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. χαζά ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε εντελώς , ανόητα. Tι με κοιτάς έτσι ;, σαν χαζός. χαζούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [χάζ(ι) -ός• χαζ(ός) -ούλης, -ούτσικος]
214. χαϊβάνι το : 1.(οικ.) άνθρωπος πολύ κουτός• ζώο2γ. 2. (λαϊκότρ., παρωχ.) τετράποδο ζώο. χαϊβανάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. hayvan (από τα περσ.) -ι]
215. χαλβάς ο : 1α.φαγώσιμο, βιομηχανικό προϊόν που το παρασκευάζουν με ταχίνι και ζάχαρη: με κακάο / με φιστίκι. β. είδος σπιτικού γλυκίσματος που γίνεται με σιμιγδάλι ή νισεστέ και με βούτυρο ή λάδι: Σιμιγδαλένιος . Φαρσάλων, με νισεστέ. 2. (μτφ., οικ.) άνθρωπος άβουλος, νωθρός• λαπάς3β, νερόβραστος2β. [τουρκ. (διαλεκτ.) halva (< helva από τα αραβ.) -ς]
216. χαμερπής -ής -ές : (λόγ.) που βρίσκεται σε πολύ χαμηλό ηθικό επίπεδο• πρόστυχος, τιποτένιος: άνθρωπος / συκοφάντης / χαρακτήρας. [λόγ. < ελνστ. χαμερπής που σέρνεται στο χώμα΄ (κυριολ.) σημδ. γαλλ. rampant]
217. χάννος ο : 1.είδος μικρού ψαριού που θεωρείται από τους ψαράδες πολύ κουτό, γιατί κρατάει το στόμα του συνέχεια ανοιχτό: Tι με κοιτάς σαν ; 2. (μτφ.) άνθρωπος πολύ κουτός. [ελνστ. χάννος < αρχ. χάννη]
218. χαύνος -η -ο : (λογοτ.) άτονος, αποχαυνωμένος: Tο σώμα του ήταν χαύνο από την κούραση. Xαύνο βλέμμα. [λόγ. < αρχ. χαῦνος]
219. χάφτης > χάφτω & χάβω : (οικ.) 1. αρπάζω την τροφή και την καταπίνω βιαστικά και λαίμαργα• καταβροχθίζω: Έχαψε ένα ολόκληρο κομμάτι κρέας σαν το γλάρο. ΦΡ μύγες: α. περνάω τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτε: Kάθεται όλη τη μέρα και χάφτει μύγες. β. είμαι χαζός, αφελής. 2. (μτφ.) πιστεύω ό,τι ακούω, χωρίς να το ελέγχω: Άφησε τις δικαιολογίες, εγώ δεν τα κάτι τέτοια. Aυτός είναι βλάκας, ό,τι του πεις το χάφτει. Tο ΄χαψε το παραμύθι. [μσν. χάπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < αρχ. κάπτω καταπίνω με βουλιμία΄ ( [k > x] ;)• μεταπλ. χά(φτω) -βω με βάση το συνοπτ. θ. χαψ- κατά το σχ.: κλεψ- (έκλεψα) - κλέβω]
220. χάχας ο (χωρίς γεν. πληθ.) : άνθρωπος που γελάει χωρίς λόγο, ανόητα. || (επέκτ.) βλάκας. [< χα χα (ηχομιμ.) -ς]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου