Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Εφημερίδα των Συντακτών, 26/03/2016
Θέματα Επικαιρότητας
Νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ
Οταν ο Πάνος Καμμένος έκανε πως μαζεύει τα μπογαλάκια του για
να εγκαταλείψει την κυβέρνηση επειδή ο Γιάννης Μουζάλας εκστόμισε τη
λέξη «Μακεδονία» αντί ΠΓΔΜ, στο μυαλό μου ήρθαν κάποια αποστάγματα
λαϊκής σοφίας που αρμόζουν στον ΣΥΡΙΖΑ: «όπως έστρωσες θα κοιμηθείς»,
«ήθελές τα κι έπαθές τα» και «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον
τρώνε οι κότες». Τελικά, οι προβλέψεις των ψύχραιμων επιβεβαιώθηκαν.
Αν και μέχρι στιγμής πολλά εικάζονται, ο αρχηγός των ΑΝ.ΕΛΛ. μάλλον το πήρε πίσω και η κυβέρνηση θα συνεχίσει κουτσά στραβά τον δρόμο της. Φυσικά, δεν αποκλείεται να αληθεύει και η εκδοχή που θέλει τον Πάνο Καμμένο να προβληματίζεται για μια ενδεχόμενη έξοδο, με απώτερο στόχο να ανακόψει τον δημοσκοπικό κατήφορο του κόμματός του, αλλά κι αυτό θα δείξει. Νομίζω όμως ότι το εν λόγω θλιβερό επεισόδιο έχει να μας πει επίσης μερικά πράγματα, διόλου κολακευτικά, και για τη στάση της αντιπολίτευσης.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και τελικά η εκλογική του επικράτηση, δημιούργησε δύο στρατόπεδα -αυτό φάνηκε καθαρά στο δημοψήφισμα- που προτείνουν τη δική τους ανάγνωση της κρίσης.
Πιο συγκεκριμένα, η αντιπολίτευση, ή ακριβέστερα το στρατόπεδο του
«Ναι», συνδυάζει την αφήγηση, δηλαδή πώς και γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, με μια παρεπόμενη αποτίμηση που καταλογίζει στον ΣΥΡΙΖΑ λάθη και ελαττώματα, σε αντιδιαστολή προς τη δική του αυτοπροσωπογραφία, όπου απεικονίζονται μια σειρά από προφανείς αρετές.
Υπενθυμίζω επίσης ότι ο καταγγελτικός λόγος της αντιπολίτευσης εστιάζει την κριτική του σε δύο σημεία κυρίως: την άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να δεχτεί μεταρρυθμίσεις και την τάση του να καταφεύγει στον εθνολαϊκισμό, κινητοποιώντας κάποια βαθιά ριζωμένα και ολέθρια «πατριωτικά» στερεότυπα.
Το αν έχουν δίκιο ή άδικο, ας το βάλουμε στην άκρη. Εκείνο που εμένα με αιφνιδίασε ήταν η ταχύτητα και η ευκολία με την οποία διάφοροι πολιτικοί, και όχι μόνο, αποπνέοντες μέχρι πρόσφατα ρεαλισμό και σοβαρότητα, εκσυγχρονιστικό ευρωπαϊσμό, ορθολογισμό και απέχθεια για τους τριτοκοσμικούς εθνικισμούς, έσπευσαν να συνταχθούν με τον Καμμένο στην υπόθεση Μουζάλα, απαιτώντας κι αυτοί την παραίτησή του. (Τιμητική εξαίρεση το Ποτάμι, και μπράβο τους).
Πράγμα επιεικώς παράδοξο, αν σκεφτεί κανείς ότι ένα από τα αμαρτήματα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν και η συμπόρευση με τους «ακροδεξιούς ΑΝ.ΕΛΛ.», σύμφωνα με την ορολογία της αντιπολίτευσης. Αλλά το κακό δεν σταματάει εδώ.
Οι αυτάρεσκοι μεταρρυθμιστές που φιλοδοξούν να βάλουν οριστικό τέλος στη βαλκανική μας υπανάπτυξη δεν δίστασαν να βοηθήσουν τον Καμμένο να ξεθάψει το διαβόητο «θέμα του ονόματος» του ακατονόμαστου κρατιδίου, μια παλιά και πονεμένη ιστορία, η οποία ήταν η πρώτη και ακριβής, όπως έδειξαν τα πράγματα, ένδειξη ότι κάποια βίδα είχε λασκάρει στο νεοελληνικό κεφάλι μας.
Εχω την αίσθηση ότι το θλιβερό τούτο ολίσθημα οφείλεται σε δύο διακριτούς λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με την εξουσία. Πιο συγκεκριμένα, η αντίδραση της Νέας Δημοκρατίες ανάγεται στην άσκηση της αντιπολίτευσης, η οποία ως γνωστόν, παντού και πάντα, εκμεταλλεύεται οποιοδήποτε στραβοπάτημα της κυβέρνησης για να της κάνει τη ζωή δύσκολη.
Το τι σκέφτεται κατά μόνας ο Κυριάκος Μητσοτάκης για το Μακεδονικό δεν το γνωρίζω. Θα έλεγα ότι ενέδωσε στον πειρασμό να χτυπήσει τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά, αν πάρουμε στα σοβαρά το υπό κατασκευή νέο image της Ν.Δ., ήτοι υπευθυνότητα, ψυχραιμία και όχι λαϊκισμοί, μάλλον πυροβόλησε το πόδι του. Οσο για τη στάση του Ανδρέα Λοβέρδου, ίσως εξηγείται από το στερητικό σύνδρομο του πριγκιπόπουλου που γεννήθηκε για να ζήσει σε παλάτια και σήμερα στεγάζεται σε διαμέρισμα 60 τετραγωνικών, κάπου στην Κυψέλη.
Ο δεύτερος λόγος λειτούργησε πιο έμμεσα και κατά τη γνώμη μου είναι ιδιαίτερα ανησυχητικός. Εδώ και καιρό καλλιεργείται ένα κλίμα αντιπαλότητας με τον ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο δεν αρκείται στις σκληρές επικρίσεις, πολλές από τις οποίες εγώ τουλάχιστον τις βρίσκω απόλυτα δικαιολογημένες, αλλά εφαρμόζοντας μια μανιχαϊστική λογική θέλει να περάσει το μήνυμα ότι όλοι όσοι τα βάζουν μαζί του για οποιονδήποτε λόγο είναι ευπρόσδεκτοι στον στρατό των αγγέλων.
Οποιος θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ αυτονόητα κακό, επόμενο είναι να θεωρήσει τους αντιπάλους του, ακόμα και τους μακεδονομάχους, αυτονόητα καλούς, ή έστω χρήσιμους.
Η τακτική αυτή έχει μια ειρωνική διάσταση: για να απαλλαγούν από τον ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιούν την ίδια ακριβώς συνταγή που χρησιμοποίησε εκείνος για να απαλλαγεί απ’ αυτούς.
Δηλαδή, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε όσους δεν ήθελαν τα μνημόνια, επειδή φρόντισε να μη θέσει ποτέ το ερώτημα τι ακριβώς τους ενοχλεί και τι συγκεκριμένο προτείνουν, έτσι και σήμερα η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ δεν δίστασαν να κλέψουν τα εθνολαϊκιστικά ρούχα του ΣΥΡΙΖΑ για να κερδίσουν τους λεγόμενους «πατριώτες».
Και στις δύο περιπτώσεις η διάσταση της πολιτικής αφαιρέθηκε για να προκύψει ένα σύνολο πολυσυλλεκτικό και ταυτόχρονα ομοιογενοποιημένο γύρω από μια σκόπιμα ασαφή απόρριψη με στόχο την κατάκτηση της εξουσίας.
Δεν νομίζω ότι τους απασχολεί τι θα συμβεί μετά. Παρά το γεγονός ότι το παράδειγμα ή μάλλον το πάθημα του ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να τους είχε διδάξει τι τους περιμένει: κωλοτούμπα, σύγχυση και στο βάθος ανυποληψία.
Αν και μέχρι στιγμής πολλά εικάζονται, ο αρχηγός των ΑΝ.ΕΛΛ. μάλλον το πήρε πίσω και η κυβέρνηση θα συνεχίσει κουτσά στραβά τον δρόμο της. Φυσικά, δεν αποκλείεται να αληθεύει και η εκδοχή που θέλει τον Πάνο Καμμένο να προβληματίζεται για μια ενδεχόμενη έξοδο, με απώτερο στόχο να ανακόψει τον δημοσκοπικό κατήφορο του κόμματός του, αλλά κι αυτό θα δείξει. Νομίζω όμως ότι το εν λόγω θλιβερό επεισόδιο έχει να μας πει επίσης μερικά πράγματα, διόλου κολακευτικά, και για τη στάση της αντιπολίτευσης.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και τελικά η εκλογική του επικράτηση, δημιούργησε δύο στρατόπεδα -αυτό φάνηκε καθαρά στο δημοψήφισμα- που προτείνουν τη δική τους ανάγνωση της κρίσης.
Πιο συγκεκριμένα, η αντιπολίτευση, ή ακριβέστερα το στρατόπεδο του
«Ναι», συνδυάζει την αφήγηση, δηλαδή πώς και γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, με μια παρεπόμενη αποτίμηση που καταλογίζει στον ΣΥΡΙΖΑ λάθη και ελαττώματα, σε αντιδιαστολή προς τη δική του αυτοπροσωπογραφία, όπου απεικονίζονται μια σειρά από προφανείς αρετές.
Υπενθυμίζω επίσης ότι ο καταγγελτικός λόγος της αντιπολίτευσης εστιάζει την κριτική του σε δύο σημεία κυρίως: την άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να δεχτεί μεταρρυθμίσεις και την τάση του να καταφεύγει στον εθνολαϊκισμό, κινητοποιώντας κάποια βαθιά ριζωμένα και ολέθρια «πατριωτικά» στερεότυπα.
Το αν έχουν δίκιο ή άδικο, ας το βάλουμε στην άκρη. Εκείνο που εμένα με αιφνιδίασε ήταν η ταχύτητα και η ευκολία με την οποία διάφοροι πολιτικοί, και όχι μόνο, αποπνέοντες μέχρι πρόσφατα ρεαλισμό και σοβαρότητα, εκσυγχρονιστικό ευρωπαϊσμό, ορθολογισμό και απέχθεια για τους τριτοκοσμικούς εθνικισμούς, έσπευσαν να συνταχθούν με τον Καμμένο στην υπόθεση Μουζάλα, απαιτώντας κι αυτοί την παραίτησή του. (Τιμητική εξαίρεση το Ποτάμι, και μπράβο τους).
Πράγμα επιεικώς παράδοξο, αν σκεφτεί κανείς ότι ένα από τα αμαρτήματα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν και η συμπόρευση με τους «ακροδεξιούς ΑΝ.ΕΛΛ.», σύμφωνα με την ορολογία της αντιπολίτευσης. Αλλά το κακό δεν σταματάει εδώ.
Οι αυτάρεσκοι μεταρρυθμιστές που φιλοδοξούν να βάλουν οριστικό τέλος στη βαλκανική μας υπανάπτυξη δεν δίστασαν να βοηθήσουν τον Καμμένο να ξεθάψει το διαβόητο «θέμα του ονόματος» του ακατονόμαστου κρατιδίου, μια παλιά και πονεμένη ιστορία, η οποία ήταν η πρώτη και ακριβής, όπως έδειξαν τα πράγματα, ένδειξη ότι κάποια βίδα είχε λασκάρει στο νεοελληνικό κεφάλι μας.
Εχω την αίσθηση ότι το θλιβερό τούτο ολίσθημα οφείλεται σε δύο διακριτούς λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με την εξουσία. Πιο συγκεκριμένα, η αντίδραση της Νέας Δημοκρατίες ανάγεται στην άσκηση της αντιπολίτευσης, η οποία ως γνωστόν, παντού και πάντα, εκμεταλλεύεται οποιοδήποτε στραβοπάτημα της κυβέρνησης για να της κάνει τη ζωή δύσκολη.
Το τι σκέφτεται κατά μόνας ο Κυριάκος Μητσοτάκης για το Μακεδονικό δεν το γνωρίζω. Θα έλεγα ότι ενέδωσε στον πειρασμό να χτυπήσει τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά, αν πάρουμε στα σοβαρά το υπό κατασκευή νέο image της Ν.Δ., ήτοι υπευθυνότητα, ψυχραιμία και όχι λαϊκισμοί, μάλλον πυροβόλησε το πόδι του. Οσο για τη στάση του Ανδρέα Λοβέρδου, ίσως εξηγείται από το στερητικό σύνδρομο του πριγκιπόπουλου που γεννήθηκε για να ζήσει σε παλάτια και σήμερα στεγάζεται σε διαμέρισμα 60 τετραγωνικών, κάπου στην Κυψέλη.
Ο δεύτερος λόγος λειτούργησε πιο έμμεσα και κατά τη γνώμη μου είναι ιδιαίτερα ανησυχητικός. Εδώ και καιρό καλλιεργείται ένα κλίμα αντιπαλότητας με τον ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο δεν αρκείται στις σκληρές επικρίσεις, πολλές από τις οποίες εγώ τουλάχιστον τις βρίσκω απόλυτα δικαιολογημένες, αλλά εφαρμόζοντας μια μανιχαϊστική λογική θέλει να περάσει το μήνυμα ότι όλοι όσοι τα βάζουν μαζί του για οποιονδήποτε λόγο είναι ευπρόσδεκτοι στον στρατό των αγγέλων.
Οποιος θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ αυτονόητα κακό, επόμενο είναι να θεωρήσει τους αντιπάλους του, ακόμα και τους μακεδονομάχους, αυτονόητα καλούς, ή έστω χρήσιμους.
Η τακτική αυτή έχει μια ειρωνική διάσταση: για να απαλλαγούν από τον ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιούν την ίδια ακριβώς συνταγή που χρησιμοποίησε εκείνος για να απαλλαγεί απ’ αυτούς.
Δηλαδή, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε όσους δεν ήθελαν τα μνημόνια, επειδή φρόντισε να μη θέσει ποτέ το ερώτημα τι ακριβώς τους ενοχλεί και τι συγκεκριμένο προτείνουν, έτσι και σήμερα η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ δεν δίστασαν να κλέψουν τα εθνολαϊκιστικά ρούχα του ΣΥΡΙΖΑ για να κερδίσουν τους λεγόμενους «πατριώτες».
Και στις δύο περιπτώσεις η διάσταση της πολιτικής αφαιρέθηκε για να προκύψει ένα σύνολο πολυσυλλεκτικό και ταυτόχρονα ομοιογενοποιημένο γύρω από μια σκόπιμα ασαφή απόρριψη με στόχο την κατάκτηση της εξουσίας.
Δεν νομίζω ότι τους απασχολεί τι θα συμβεί μετά. Παρά το γεγονός ότι το παράδειγμα ή μάλλον το πάθημα του ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να τους είχε διδάξει τι τους περιμένει: κωλοτούμπα, σύγχυση και στο βάθος ανυποληψία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου