Να κάτι που δεν
περιμένατε να διαβάσετε παραμονές Δεκαπενταύγουστου. Πόσο μάλλον στους
New York Times! Κι όμως, η αμερικανική εφημερίδα δημοσιεύει το άρθρο της
αμερικανίδας καθηγήτριας Ρωσικών και Ανατολικοευρωπαϊκών Σπουδών,
Κρίστεν Γκότσι, σχετικά με τα προνόμια που
απολάμβαναν οι γυναίκες στο σοσιαλισμό και πως αυτά επηρέαζαν μεταξύ άλλων και τη σεξουαλική συμπεριφορά, μεγιστοποιώντας την απόλαυση.
«Γιατί οι γυναίκες χαίρονταν περισσότερο το σεξ στο σοσιαλισμό»
Όταν οι Αμερικανοί σκέφτονται τον κομμουνισμό στην Ανατολική Ευρώπη, φαντάζονται ταξιδιωτικούς περιορισμούς, ζοφερά τοπία με γκρίζο τσιμέντο, εξαθλιωμένους άντρες και γυναίκες να ξεροσταλιάζουν σε ουρές για να ψωνίσουν από άδεια μαγαζιά και μυστικές υπηρεσίες να παρακολουθούν την ιδιωτική ζωή των πολιτών. Μολονότι πολλά από αυτά ισχύουν, το συλλογικό μας στερεότυπο για τη ζωή στον κομμουνισμό δεν λέει όλη την αλήθεια.
Ίσως κάποιοι να θυμούνται ότι οι γυναίκες του ανατολικού μπλοκ απολάμβαναν πολλά δικαιώματα και προνόμια άγνωστα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες εκείνη την εποχή, μεταξύ των οποίων σημαντικές κρατικές επενδύσεις στην εκπαίδευση και την κατάρτιση, την πλήρη ενσωμάτωσή τους στο εργατικό δυναμικό, γενναιόδωρες αποζημιώσεις μητρότητας και εγγυημένη δωρεάν παιδική φροντίδα. Αλλά υπάρχει και ένα πλεονέκτημα που δεν έχει προσεχθεί πολύ: οι γυναίκες υπό τον κομμουνισμό απολάμβαναν περισσότερη σεξουαλική ευχαρίστηση.
Μια συγκριτική κοινωνιολογική μελέτη μεταξύ Ανατολικογερμανών και Δυτικογερμανών μετά την επανένωση το 1990, διαπίστωσε ότι οι γυναίκες στην Ανατολή είχαν διπλάσιους οργασμούς από τις δυτικές. Οι ερευνητές θεώρησαν αξιοθαύμαστη αυτή τη διαφορά, ιδίως επειδή οι γυναίκες της Ανατολικής Γερμανίας υπέφεραν από το περίφημο διπλό βάρος της επίσημης δουλειάς και του νοικοκυριού. Αντίθετα, οι γυναίκες της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας έμειναν στο σπίτι και επωφελούνταν από όλες τις συσκευές εξοικονόμησης εργασίας που παρήγαγε η ακμάζουσα καπιταλιστική οικονομία. Έκαναν όμως λιγότερο σεξ, και λιγότερο ικανοποιητικό σεξ, από γυναίκες που έπρεπε να περιμένουν στην ουρά για να πάρουν χαρτί υγείας.
Πώς εξηγείται αυτή η πτυχή της ζωής πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα;
Ας πάρουμε την περίπτωση της Άνα Ντουρτσέβα από τη Βουλγαρία, η οποία ήταν 65 ετών όταν την πρωτογνώρισα το 2011. Έχοντας ζήσει τα πρώτα 43 της χρόνια υπό τον κομμουνισμό, συχνά παραπονιόταν ότι η νέα ελεύθερη αγορά εμπόδισε την ικανότητα των Βουλγάρων να αναπτύσσουν υγιείς ερωτικές σχέσεις.
«Σίγουρα, κάποια πράγματα ήταν άσχημα εκείνη την εποχή, αλλά η ζωή μου ήταν γεμάτη ρομαντισμό», είπε. «Μετά το διαζύγιό μου, είχα τη δουλειά μου και το μισθό μου και δεν χρειαζόμουν κάποιον άντρα να με στηρίξει. Μπορούσα να κάνω ό,τι μου άρεσε».
Η κυρία Ντουρτσέβα ήταν ανύπαντρη μητέρα για πολλά χρόνια, αλλά επέμεινε ότι η ζωή της πριν το 1989 ήταν πιο ευχάριστη από την αγχωτική ύπαρξη της κόρης της, που γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
«Το μόνο που κάνει είναι δουλειά και πάλι δουλειά» μου είπε το 2013, «και όταν γυρίζει σπίτι τη νύχτα είναι πολύ κουρασμένη για να βρεθεί με τον άντρα της. Αλλά αυτό δεν έχει πολλή σημασία, γιατί και αυτός κουρασμένος είναι. Κάθονται μαζί μπροστά στην τηλεόραση σαν ζόμπι. Όταν ήμουν στην ηλικία της, το γλεντούσαμε πολύ περισσότερο».
Πέρυσι, στην Ιένα, μίλησα με την Ντανιέλα Γκρούμπερ, που είναι στα τριαντακάτι και παντρεύτηκε πρόσφατα. Η μητέρα της, που γεννήθηκε και μεγάλωσε κάτω από το κομμουνιστικό σύστημα, την πίεζε να κάνει παιδί.
«Δεν καταλαβαίνει πόσο πιο δύσκολο είναι τώρα –ήταν τόσο εύκολο για τις γυναίκες πριν πέσει το Τείχος», μου είπε. «Είχαν παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγεία, έπαιρναν άδεια μητρότητας και μετά η δουλειά τους τις περίμενε. Εγώ δουλεύω με συμβάσεις και δεν μου μένει χρόνος για εγκυμοσύνες».
Αυτό το χάσμα γενεών ανάμεσα σε κόρες και μητέρες που ενηλικιώθηκαν πριν και μετά το 1989 στηρίζει την ιδέα ότι οι γυναίκες ζούσαν πιο ικανοποιητικές ζωές την περίοδο του κομμουνισμού. Και αυτή την ποιότητα ζωής τη χρωστούσαν, εν μέρει, στο γεγονός ότι αυτά τα καθεστώτα έβλεπαν τη γυναικεία χειραφέτηση ως κεντρική για τις προηγμένες κοινωνίες του «επιστημονικού σοσιαλισμού», όπως πίστευαν ότι ήταν.
Τα κομμουνιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης χρειάστηκαν βέβαια τη γυναικεία εργασία για να υλοποιήσουν τα προγράμματά τους για ταχεία εκβιομηχάνιση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά τα ιδεολογικά θεμέλια της ισότητας ανδρών και γυναικών είχαν τεθεί από τον Άουγκουστ Μπάμπελ και τον Φρίντριχ Ένγκελς το 19ο αιώνα. Μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους, η δραστηριότητα του Βλαντιμίρ Λένιν και της Αλεξάντρα Κολοντάι οδήγησαν σε μια πραγματική σεξουαλική επανάσταση στα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης. Η Κολοντάι υποστήριζε ότι η αγάπη πρέπει να απελευθερωθεί από οικονομικούς υπολογισμούς.
Τα Σοβιέτ έδωσαν πλήρη δικαιώματα ψήφου στις γυναίκες το 1917, τρία χρόνια πριν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι μπολσεβίκοι απελευθέρωσαν επίσης τους νόμους περί διαζυγίου, εγγυήθηκαν τα αναπαραγωγικά δικαιώματα και προσπάθησαν να κοινωνικοποιήσουν την οικιακή εργασία επενδύοντας σε δημόσια πλυντήρια και λαϊκές καντίνες. Οι γυναίκες επιστρατεύθηκαν στο εργατικό δυναμικό και έγιναν οικονομικά ανεξάρτητες από τους άνδρες.
Στην Κεντρική Ασία τη δεκαετία του 1920, Ρωσίδες ξεκίνησαν σταυροφορία για την απελευθέρωση των μουσουλμάνων γυναικών. Αυτή η απ’ τα πάνω εκστρατεία συνάντησε βίαιη αντίδραση από τοπικούς πατριάρχες που δεν ενθουσιάζονταν με την ιδέα να απελευθερώσουν τις αδελφές και τις κόρες τους από τα δεσμά της παράδοσης.
Στη δεκαετία του 1930, ο Ιωσήφ Στάλιν αντέστρεψε πολλά από αυτά τα πρώτα βήματα, απαγορεύοντας τις αμβλώσεις και προωθώντας την πυρηνική οικογένεια. Ωστόσο, η οξεία έλλειψη ανδρικής εργασίας που ακολούθησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ώθησε άλλες κομμουνιστικές κυβερνήσεις να προωθήσουν διάφορα προγράμματα για τη χειραφέτηση των γυναικών, τα οποία περιλάμβαναν και έρευνα χρηματοδοτημένη από το κράτος σχετικά με τα μυστήρια της γυναικείας σεξουαλικότητας. Οι περισσότερες γυναίκες της Ανατολικής Ευρώπης δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν στη Δύση ή να διαβάσουν ελεύθερο τύπο, αλλά ο επιστημονικός σοσιαλισμός έφερνε κάποια οφέλη.
«Ήδη το 1952, σεξολόγοι στην Τσεχοσλοβακία άρχισαν να διεξάγουν έρευνες για τον γυναικείο οργασμό και το 1961 οργάνωσαν συνέδριο αφιερωμένο αποκλειστικά στο θέμα αυτό», μου είπε η Κατερίνα Λίσκοβα, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Masaryk στην Τσεχική Δημοκρατία. «Επικεντρώθηκαν στη σημασία της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών ως βασικού συστατικού της γυναικείας απόλαυσης. Κάποιοι μάλιστα ισχυρίστηκαν ότι οι άνδρες πρέπει να μοιράζονται τις οικιακές εργασίες και την ανατροφή των παιδιών, αλλιώς δεν προκύπτει σεξουαλική ικανοποίηση».
Η Αγκνιέσκα Κοσιάνσκα, ανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, μου είπε ότι οι Πολωνοί σεξολόγοι πριν από το 1989 «δεν περιόριζαν το σεξ στις σωματικές εμπειρίες και υπογράμμιζαν τη σημασία κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων για τη σεξουαλική ευχαρίστηση». Ήταν η απάντηση του κρατικού σοσιαλισμού στην ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής: «Ακόμη και η καλύτερη διέγερση, όπως έλεγαν, δεν οδηγεί στην ηδονή εάν μια γυναίκα είναι αγχωμένη ή εξαντλημένη απ’ τη δουλειά, ανησυχεί για το μέλλον της και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα».
Σε όλες τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, η επιβολή του μονοκομματισμού οδήγησε σε ραγδαία αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου. Κρατικές γυναικείες επιτροπές προσπάθησαν να επανεκπαιδεύσουν τα αγόρια ώστε να δέχονται τα κορίτσια ισότιμα ως συντρόφους και προσπάθησαν να πείσουν τους συμπατριώτες τους ότι η ανδροκρατία ήταν κατάλοιπο του προ-σοσιαλιστικού παρελθόντος.
Μολονότι έμφυλες μισθολογικές ανισότητες και εργασιακοί διαχωρισμοί εξακολούθησαν να υφίστανται, και μολονότι οι κομμουνιστές δεν κατήργησαν την πατριαρχία στο νοικοκυριό, οι κομμουνίστριες απολάμβαναν ένα βαθμό αυτάρκειας που λίγες δυτικές γυναίκες θα μπορούσαν να φανταστούν. Οι γυναίκες στο ανατολικές μπλοκ δεν αναγκάζονταν να παντρευτούν, ή να κάνουν σεξ, για τα λεφτά. Το σοσιαλιστικό κράτος κάλυπτε τις βασικές τους ανάγκες και χώρες όπως η Βουλγαρία, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τσεχοσλοβακία και η Ανατολική Γερμανία διέθεταν επιπλέον πόρους για να στηρίζουν ανύπαντρες μητέρες, διαζευγμένες και χήρες. Με αξιοσημείωτες εξαιρέσεις τη Ρουμανία, την Αλβανία και τη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης παρείχαν πρόσβαση σε σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και άμβλωση. Αυτό μείωσε το κοινωνικό κόστος της τυχαίας εγκυμοσύνης και διευκόλυνε τη μητρότητα.
Κάποιες φιλελεύθερες φεμινίστριες στη Δύση αναγνώρισαν απρόθυμα αυτά τα επιτεύγματα, αλλά υπήρξαν κριτικές ως προς τα επιτεύγματα του κρατικού σοσιαλισμού επειδή αυτά δεν προέκυψαν από ανεξάρτητα γυναικεία κινήματα παρά αντιπροσώπευαν ένα είδος χειραφέτησης από τα πάνω. Πολλές ακαδημαϊκές φεμινίστριες σήμερα δοξολογούν τη δυνατότητα επιλογής, αλλά επίσης ασπάζονται έναν πολιτιστικό σχετικισμό υπαγορευόμενο από τις επιταγές της διατομεακότητας. Οποιοδήποτε πολιτικό πρόγραμμα εκ των άνω που επιδιώκει να επιβάλει ένα καθολικό σύνολο αξιών, όπως τα ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες, αντιμετωπίζεται ως τελείως ντεμοντέ.
Το αποτέλεσμα, δυστυχώς, ήταν ότι πολλές από τις προόδους της απελευθέρωσης των γυναικών στις πρώην χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας χάθηκαν ή αντιστράφηκαν. Η ενήλικη κόρη της κας Ντουρτσέβα και η νεότερη κα Γκρούμπερ αγωνίζονται τώρα να επιλύσουν προβλήματα επαγγελματικής ζωής που κάποτε είχαν λύσει οι κομμουνιστικές κυβερνήσεις για τις μητέρες τους.
«Η Λαϊκή Δημοκρατία μού είχε δώσει την ελευθερία μου», μου είπε κάποια στιγμή η Ντουρτσέβα. «Ο εκδημοκρατισμός μού στέρησε κάποια από αυτή την ελευθερία».
Όσο για την Γκρούμπερ, δεν έχει ψευδαισθήσεις για τις βαναυσότητες του ανατολικογερμανικού κομμουνισμού· απλώς επιθυμεί «τα πράγματα να μην ήταν τόσο σκληρά τώρα».
Επειδή προάσπιζαν την ισότητα των φύλων –στην δουλειά, στο σπίτι και στην κρεβατοκάμαρα- και ήταν πρόθυμες να την επιβάλουν, οι κομμουνίστριες που κατείχαν θέσεις στον κρατικό μηχανισμό θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πολιτιστικοί ιμπεριαλιστές. Αλλά η απελευθέρωση που επέβαλαν μεταμόρφωσε ριζικά εκατομμύρια ζωές σε ολόκληρο τον κόσμο, και ανάμεσά τους τη ζωή πολλών γυναικών που περπατούν ακόμα ανάμεσά μας ως μητέρες και γιαγιάδες ενηλίκων στα δημοκρατικά πλέον κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επιμονή αυτών των συντρόφων στην ανάγκη κυβερνητικής παρέμβασης μπορεί να ακούγεται ανυπόφορη για τις μεταμοντέρνες ευαισθησίες μας, αλλά μερικές φορές η αναγκαία κοινωνική αλλαγή –η οποία σύντομα καταλήγει να θεωρείται ως η φυσική τάξη πραγμάτων- προϋποθέτει μια διακήρυξη χειραφέτησης από τα πάνω.»
απολάμβαναν οι γυναίκες στο σοσιαλισμό και πως αυτά επηρέαζαν μεταξύ άλλων και τη σεξουαλική συμπεριφορά, μεγιστοποιώντας την απόλαυση.
«Γιατί οι γυναίκες χαίρονταν περισσότερο το σεξ στο σοσιαλισμό»
Όταν οι Αμερικανοί σκέφτονται τον κομμουνισμό στην Ανατολική Ευρώπη, φαντάζονται ταξιδιωτικούς περιορισμούς, ζοφερά τοπία με γκρίζο τσιμέντο, εξαθλιωμένους άντρες και γυναίκες να ξεροσταλιάζουν σε ουρές για να ψωνίσουν από άδεια μαγαζιά και μυστικές υπηρεσίες να παρακολουθούν την ιδιωτική ζωή των πολιτών. Μολονότι πολλά από αυτά ισχύουν, το συλλογικό μας στερεότυπο για τη ζωή στον κομμουνισμό δεν λέει όλη την αλήθεια.
Ίσως κάποιοι να θυμούνται ότι οι γυναίκες του ανατολικού μπλοκ απολάμβαναν πολλά δικαιώματα και προνόμια άγνωστα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες εκείνη την εποχή, μεταξύ των οποίων σημαντικές κρατικές επενδύσεις στην εκπαίδευση και την κατάρτιση, την πλήρη ενσωμάτωσή τους στο εργατικό δυναμικό, γενναιόδωρες αποζημιώσεις μητρότητας και εγγυημένη δωρεάν παιδική φροντίδα. Αλλά υπάρχει και ένα πλεονέκτημα που δεν έχει προσεχθεί πολύ: οι γυναίκες υπό τον κομμουνισμό απολάμβαναν περισσότερη σεξουαλική ευχαρίστηση.
Μια συγκριτική κοινωνιολογική μελέτη μεταξύ Ανατολικογερμανών και Δυτικογερμανών μετά την επανένωση το 1990, διαπίστωσε ότι οι γυναίκες στην Ανατολή είχαν διπλάσιους οργασμούς από τις δυτικές. Οι ερευνητές θεώρησαν αξιοθαύμαστη αυτή τη διαφορά, ιδίως επειδή οι γυναίκες της Ανατολικής Γερμανίας υπέφεραν από το περίφημο διπλό βάρος της επίσημης δουλειάς και του νοικοκυριού. Αντίθετα, οι γυναίκες της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας έμειναν στο σπίτι και επωφελούνταν από όλες τις συσκευές εξοικονόμησης εργασίας που παρήγαγε η ακμάζουσα καπιταλιστική οικονομία. Έκαναν όμως λιγότερο σεξ, και λιγότερο ικανοποιητικό σεξ, από γυναίκες που έπρεπε να περιμένουν στην ουρά για να πάρουν χαρτί υγείας.
Πώς εξηγείται αυτή η πτυχή της ζωής πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα;
Ας πάρουμε την περίπτωση της Άνα Ντουρτσέβα από τη Βουλγαρία, η οποία ήταν 65 ετών όταν την πρωτογνώρισα το 2011. Έχοντας ζήσει τα πρώτα 43 της χρόνια υπό τον κομμουνισμό, συχνά παραπονιόταν ότι η νέα ελεύθερη αγορά εμπόδισε την ικανότητα των Βουλγάρων να αναπτύσσουν υγιείς ερωτικές σχέσεις.
«Σίγουρα, κάποια πράγματα ήταν άσχημα εκείνη την εποχή, αλλά η ζωή μου ήταν γεμάτη ρομαντισμό», είπε. «Μετά το διαζύγιό μου, είχα τη δουλειά μου και το μισθό μου και δεν χρειαζόμουν κάποιον άντρα να με στηρίξει. Μπορούσα να κάνω ό,τι μου άρεσε».
Η κυρία Ντουρτσέβα ήταν ανύπαντρη μητέρα για πολλά χρόνια, αλλά επέμεινε ότι η ζωή της πριν το 1989 ήταν πιο ευχάριστη από την αγχωτική ύπαρξη της κόρης της, που γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
«Το μόνο που κάνει είναι δουλειά και πάλι δουλειά» μου είπε το 2013, «και όταν γυρίζει σπίτι τη νύχτα είναι πολύ κουρασμένη για να βρεθεί με τον άντρα της. Αλλά αυτό δεν έχει πολλή σημασία, γιατί και αυτός κουρασμένος είναι. Κάθονται μαζί μπροστά στην τηλεόραση σαν ζόμπι. Όταν ήμουν στην ηλικία της, το γλεντούσαμε πολύ περισσότερο».
Πέρυσι, στην Ιένα, μίλησα με την Ντανιέλα Γκρούμπερ, που είναι στα τριαντακάτι και παντρεύτηκε πρόσφατα. Η μητέρα της, που γεννήθηκε και μεγάλωσε κάτω από το κομμουνιστικό σύστημα, την πίεζε να κάνει παιδί.
«Δεν καταλαβαίνει πόσο πιο δύσκολο είναι τώρα –ήταν τόσο εύκολο για τις γυναίκες πριν πέσει το Τείχος», μου είπε. «Είχαν παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγεία, έπαιρναν άδεια μητρότητας και μετά η δουλειά τους τις περίμενε. Εγώ δουλεύω με συμβάσεις και δεν μου μένει χρόνος για εγκυμοσύνες».
Αυτό το χάσμα γενεών ανάμεσα σε κόρες και μητέρες που ενηλικιώθηκαν πριν και μετά το 1989 στηρίζει την ιδέα ότι οι γυναίκες ζούσαν πιο ικανοποιητικές ζωές την περίοδο του κομμουνισμού. Και αυτή την ποιότητα ζωής τη χρωστούσαν, εν μέρει, στο γεγονός ότι αυτά τα καθεστώτα έβλεπαν τη γυναικεία χειραφέτηση ως κεντρική για τις προηγμένες κοινωνίες του «επιστημονικού σοσιαλισμού», όπως πίστευαν ότι ήταν.
Τα κομμουνιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης χρειάστηκαν βέβαια τη γυναικεία εργασία για να υλοποιήσουν τα προγράμματά τους για ταχεία εκβιομηχάνιση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά τα ιδεολογικά θεμέλια της ισότητας ανδρών και γυναικών είχαν τεθεί από τον Άουγκουστ Μπάμπελ και τον Φρίντριχ Ένγκελς το 19ο αιώνα. Μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους, η δραστηριότητα του Βλαντιμίρ Λένιν και της Αλεξάντρα Κολοντάι οδήγησαν σε μια πραγματική σεξουαλική επανάσταση στα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης. Η Κολοντάι υποστήριζε ότι η αγάπη πρέπει να απελευθερωθεί από οικονομικούς υπολογισμούς.
Τα Σοβιέτ έδωσαν πλήρη δικαιώματα ψήφου στις γυναίκες το 1917, τρία χρόνια πριν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι μπολσεβίκοι απελευθέρωσαν επίσης τους νόμους περί διαζυγίου, εγγυήθηκαν τα αναπαραγωγικά δικαιώματα και προσπάθησαν να κοινωνικοποιήσουν την οικιακή εργασία επενδύοντας σε δημόσια πλυντήρια και λαϊκές καντίνες. Οι γυναίκες επιστρατεύθηκαν στο εργατικό δυναμικό και έγιναν οικονομικά ανεξάρτητες από τους άνδρες.
Στην Κεντρική Ασία τη δεκαετία του 1920, Ρωσίδες ξεκίνησαν σταυροφορία για την απελευθέρωση των μουσουλμάνων γυναικών. Αυτή η απ’ τα πάνω εκστρατεία συνάντησε βίαιη αντίδραση από τοπικούς πατριάρχες που δεν ενθουσιάζονταν με την ιδέα να απελευθερώσουν τις αδελφές και τις κόρες τους από τα δεσμά της παράδοσης.
Στη δεκαετία του 1930, ο Ιωσήφ Στάλιν αντέστρεψε πολλά από αυτά τα πρώτα βήματα, απαγορεύοντας τις αμβλώσεις και προωθώντας την πυρηνική οικογένεια. Ωστόσο, η οξεία έλλειψη ανδρικής εργασίας που ακολούθησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ώθησε άλλες κομμουνιστικές κυβερνήσεις να προωθήσουν διάφορα προγράμματα για τη χειραφέτηση των γυναικών, τα οποία περιλάμβαναν και έρευνα χρηματοδοτημένη από το κράτος σχετικά με τα μυστήρια της γυναικείας σεξουαλικότητας. Οι περισσότερες γυναίκες της Ανατολικής Ευρώπης δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν στη Δύση ή να διαβάσουν ελεύθερο τύπο, αλλά ο επιστημονικός σοσιαλισμός έφερνε κάποια οφέλη.
«Ήδη το 1952, σεξολόγοι στην Τσεχοσλοβακία άρχισαν να διεξάγουν έρευνες για τον γυναικείο οργασμό και το 1961 οργάνωσαν συνέδριο αφιερωμένο αποκλειστικά στο θέμα αυτό», μου είπε η Κατερίνα Λίσκοβα, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Masaryk στην Τσεχική Δημοκρατία. «Επικεντρώθηκαν στη σημασία της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών ως βασικού συστατικού της γυναικείας απόλαυσης. Κάποιοι μάλιστα ισχυρίστηκαν ότι οι άνδρες πρέπει να μοιράζονται τις οικιακές εργασίες και την ανατροφή των παιδιών, αλλιώς δεν προκύπτει σεξουαλική ικανοποίηση».
Η Αγκνιέσκα Κοσιάνσκα, ανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, μου είπε ότι οι Πολωνοί σεξολόγοι πριν από το 1989 «δεν περιόριζαν το σεξ στις σωματικές εμπειρίες και υπογράμμιζαν τη σημασία κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων για τη σεξουαλική ευχαρίστηση». Ήταν η απάντηση του κρατικού σοσιαλισμού στην ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής: «Ακόμη και η καλύτερη διέγερση, όπως έλεγαν, δεν οδηγεί στην ηδονή εάν μια γυναίκα είναι αγχωμένη ή εξαντλημένη απ’ τη δουλειά, ανησυχεί για το μέλλον της και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα».
Σε όλες τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, η επιβολή του μονοκομματισμού οδήγησε σε ραγδαία αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου. Κρατικές γυναικείες επιτροπές προσπάθησαν να επανεκπαιδεύσουν τα αγόρια ώστε να δέχονται τα κορίτσια ισότιμα ως συντρόφους και προσπάθησαν να πείσουν τους συμπατριώτες τους ότι η ανδροκρατία ήταν κατάλοιπο του προ-σοσιαλιστικού παρελθόντος.
Μολονότι έμφυλες μισθολογικές ανισότητες και εργασιακοί διαχωρισμοί εξακολούθησαν να υφίστανται, και μολονότι οι κομμουνιστές δεν κατήργησαν την πατριαρχία στο νοικοκυριό, οι κομμουνίστριες απολάμβαναν ένα βαθμό αυτάρκειας που λίγες δυτικές γυναίκες θα μπορούσαν να φανταστούν. Οι γυναίκες στο ανατολικές μπλοκ δεν αναγκάζονταν να παντρευτούν, ή να κάνουν σεξ, για τα λεφτά. Το σοσιαλιστικό κράτος κάλυπτε τις βασικές τους ανάγκες και χώρες όπως η Βουλγαρία, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τσεχοσλοβακία και η Ανατολική Γερμανία διέθεταν επιπλέον πόρους για να στηρίζουν ανύπαντρες μητέρες, διαζευγμένες και χήρες. Με αξιοσημείωτες εξαιρέσεις τη Ρουμανία, την Αλβανία και τη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης παρείχαν πρόσβαση σε σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και άμβλωση. Αυτό μείωσε το κοινωνικό κόστος της τυχαίας εγκυμοσύνης και διευκόλυνε τη μητρότητα.
Κάποιες φιλελεύθερες φεμινίστριες στη Δύση αναγνώρισαν απρόθυμα αυτά τα επιτεύγματα, αλλά υπήρξαν κριτικές ως προς τα επιτεύγματα του κρατικού σοσιαλισμού επειδή αυτά δεν προέκυψαν από ανεξάρτητα γυναικεία κινήματα παρά αντιπροσώπευαν ένα είδος χειραφέτησης από τα πάνω. Πολλές ακαδημαϊκές φεμινίστριες σήμερα δοξολογούν τη δυνατότητα επιλογής, αλλά επίσης ασπάζονται έναν πολιτιστικό σχετικισμό υπαγορευόμενο από τις επιταγές της διατομεακότητας. Οποιοδήποτε πολιτικό πρόγραμμα εκ των άνω που επιδιώκει να επιβάλει ένα καθολικό σύνολο αξιών, όπως τα ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες, αντιμετωπίζεται ως τελείως ντεμοντέ.
Το αποτέλεσμα, δυστυχώς, ήταν ότι πολλές από τις προόδους της απελευθέρωσης των γυναικών στις πρώην χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας χάθηκαν ή αντιστράφηκαν. Η ενήλικη κόρη της κας Ντουρτσέβα και η νεότερη κα Γκρούμπερ αγωνίζονται τώρα να επιλύσουν προβλήματα επαγγελματικής ζωής που κάποτε είχαν λύσει οι κομμουνιστικές κυβερνήσεις για τις μητέρες τους.
«Η Λαϊκή Δημοκρατία μού είχε δώσει την ελευθερία μου», μου είπε κάποια στιγμή η Ντουρτσέβα. «Ο εκδημοκρατισμός μού στέρησε κάποια από αυτή την ελευθερία».
Όσο για την Γκρούμπερ, δεν έχει ψευδαισθήσεις για τις βαναυσότητες του ανατολικογερμανικού κομμουνισμού· απλώς επιθυμεί «τα πράγματα να μην ήταν τόσο σκληρά τώρα».
Επειδή προάσπιζαν την ισότητα των φύλων –στην δουλειά, στο σπίτι και στην κρεβατοκάμαρα- και ήταν πρόθυμες να την επιβάλουν, οι κομμουνίστριες που κατείχαν θέσεις στον κρατικό μηχανισμό θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πολιτιστικοί ιμπεριαλιστές. Αλλά η απελευθέρωση που επέβαλαν μεταμόρφωσε ριζικά εκατομμύρια ζωές σε ολόκληρο τον κόσμο, και ανάμεσά τους τη ζωή πολλών γυναικών που περπατούν ακόμα ανάμεσά μας ως μητέρες και γιαγιάδες ενηλίκων στα δημοκρατικά πλέον κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επιμονή αυτών των συντρόφων στην ανάγκη κυβερνητικής παρέμβασης μπορεί να ακούγεται ανυπόφορη για τις μεταμοντέρνες ευαισθησίες μας, αλλά μερικές φορές η αναγκαία κοινωνική αλλαγή –η οποία σύντομα καταλήγει να θεωρείται ως η φυσική τάξη πραγμάτων- προϋποθέτει μια διακήρυξη χειραφέτησης από τα πάνω.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου