Δύο τύποι ψαρεύουν.
Ο ένας δεν πιάνει τίποτα.
Ο άλλος κάθε λίγο και λιγάκι πιάνει κι από ένα ψάρι σχεδόν ένα (1) μέτρο, το βγάζει από το αγκίστρι και το ξαναρίχνει στη θάλασσα.
Μετά από ώρες λέει ο πρώτος:
n Ρε φίλε, σε βλέπω τόση ώρα να
πιάνεις τόσο μεγάλα ψάρια, αλλά γιατί τα ξαναπετάς στη θάλασσα; n Εγώ φίλε μου είμαι πολύ πλούσιος, πάω στις ταβέρνες και τρώω τα καλύτερα ψάρια, αλλά ψαρεύω γιατί μου αρέσει η διαδικασία. Να σηκώνομαι πρωί, παίρνω τα σύνεργα, βάζω τα αγκίστρια στην πετονιά, τα δολώνω, περιμένω μέχρι να τσιμπήσει το ψάρι και αυτό για μένα είναι μεγάλη απόλαυση. n Και δε μου τα δίνεις εμένα τα ψάρια, που είμαι πολύ φτωχός και έχω και εφτά (7) παιδιά να θρέψω. n Καλά και αφού είσαι φτωχός, γιατί έκανες τόσα παιδιά; n Μου αρέσει η διαδικασία.
πιάνεις τόσο μεγάλα ψάρια, αλλά γιατί τα ξαναπετάς στη θάλασσα; n Εγώ φίλε μου είμαι πολύ πλούσιος, πάω στις ταβέρνες και τρώω τα καλύτερα ψάρια, αλλά ψαρεύω γιατί μου αρέσει η διαδικασία. Να σηκώνομαι πρωί, παίρνω τα σύνεργα, βάζω τα αγκίστρια στην πετονιά, τα δολώνω, περιμένω μέχρι να τσιμπήσει το ψάρι και αυτό για μένα είναι μεγάλη απόλαυση. n Και δε μου τα δίνεις εμένα τα ψάρια, που είμαι πολύ φτωχός και έχω και εφτά (7) παιδιά να θρέψω. n Καλά και αφού είσαι φτωχός, γιατί έκανες τόσα παιδιά; n Μου αρέσει η διαδικασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου