Είναι γραφτό ν’ ανταμώνεις στ’ ανηφόρισμα
τα μουχλιαμένα και τα δειλότροπα·
μ’ αν κοιτάξεις πίσω απ’ της ψυχής το χώρισμα,
ο ίδιος βλάκας είναι με τα χίλια πρόσωπα.
Είναι γραφτό και θα σου μοιάζουνε μυριάδες
που κοντοστέκουνε για λίγο στα πυρότοπα
σαν κλαδεμένες, άρρωστες παραφυάδες,
μ’ απλά είναι ο ίδιος βλάκας με τα χίλια πρόσωπα.
Ο ίδιος βλάκας είναι χρόνια τώρα κι έρχεται ακάλεστος·
πότε σαν πολεμιστής πότε σαν άρρωστος.
Ή θα ορκίζεται ή θα ξερνάει ψέματα
ή θα μοιράζεται παράταιρα συμπλέγματα.
Άλλοτε με υπομονή, προστατεύει το κουφάρι του,
άλλοτε όπου να `ναι χαρίζει τσάμπα το τομάρι του
ή κάθεται για να φορτώνει στιγμές στην πλάτη
ή επειδή το φτωχικό μας του `μοιαζε παλάτι.
Αντάμωσα πολλά καλομεγάλωτα παιδάκια
και ταριχευμένα, πικροκάμωτα ανθρωπάκια,
έτοιμους, ταλαντούχους μ’ άπειρες δικαιολογίες,
φθαρμένους και κακόπιστους μ’ αμφιβολίες,
ξενιστές και της ψυχής τους προδότες,
ελαφροϊσκιωτους, πανούργους και μεγάλες κότες,
τεμπέληδες, πολλούς τεμπέληδες,
κουτσομπολιά, σάλια, διχόνοιες κι έριδες.
Μα τώρα εδώ στα ωραία και στα καλύτερα,
μακρυα απ’ το τέλος μια ώρα αρχύτερα,
καταλήγω μεταξύ σοβαρού και πλάκας
πως ήταν ένας, αλλά με χίλια πρόσωπα βλάκας.
Αν πέσει πάνω σου ξανά χαλαρά και νυσταλέα
βλάκας με digital περικεφαλαία,
μη δώσεις βάση στην κρυφόπνιχτη μιλιά του,
μην ελαφρώσεις απ’ τα βάσανα τη ραχοκοκαλιά του.
Άφησέ τον μες στη μούχλα μόνο του να ψαχουλεύει,
έχει μάθει στα σκουπίδια τύχη να γυρεύει,
να λερώνει με σιγανοψιθυρίσματα
σαν τα σιχαμένα ποντικογρυλλίσματα..
Ψάχνει γυρίσματα, εκλιπαρεί για χάρη.
Τα πάντα μέσα του κάθε στιγμή τουμπάρει.
Αρκετά, σου λέω, πολύ μας καθυστέρησε.
Δεν ξέρω τίποτα απ’ τα όμορφα αν μας στέρησε,
μα όπως έσπειρε, θέρισε· κανείς πια δε πληρώνει
καλοντυμένη, αχρείαστη, βαλαντωμένη πόρνη.
Τέρμα ο οίκτος και τα σαβουροσκορπίσματα
κι η αναμονή για τη ζωή που `χει γυρίσματα.
Κρατάω λίγα για να βγάλω το ανηφόρισμα,
κερνάω τύψεις, το λάθος πόρισμα,
γελάω πια μ’ όλα εκείνα τα ανισσόροπα
που άκουσα από το βλάκα με τα χίλια πρόσωπα.
τα μουχλιαμένα και τα δειλότροπα·
μ’ αν κοιτάξεις πίσω απ’ της ψυχής το χώρισμα,
ο ίδιος βλάκας είναι με τα χίλια πρόσωπα.
Είναι γραφτό και θα σου μοιάζουνε μυριάδες
που κοντοστέκουνε για λίγο στα πυρότοπα
σαν κλαδεμένες, άρρωστες παραφυάδες,
μ’ απλά είναι ο ίδιος βλάκας με τα χίλια πρόσωπα.
Ο ίδιος βλάκας είναι χρόνια τώρα κι έρχεται ακάλεστος·
πότε σαν πολεμιστής πότε σαν άρρωστος.
Ή θα ορκίζεται ή θα ξερνάει ψέματα
ή θα μοιράζεται παράταιρα συμπλέγματα.
Άλλοτε με υπομονή, προστατεύει το κουφάρι του,
άλλοτε όπου να `ναι χαρίζει τσάμπα το τομάρι του
ή κάθεται για να φορτώνει στιγμές στην πλάτη
ή επειδή το φτωχικό μας του `μοιαζε παλάτι.
Αντάμωσα πολλά καλομεγάλωτα παιδάκια
και ταριχευμένα, πικροκάμωτα ανθρωπάκια,
έτοιμους, ταλαντούχους μ’ άπειρες δικαιολογίες,
φθαρμένους και κακόπιστους μ’ αμφιβολίες,
ξενιστές και της ψυχής τους προδότες,
ελαφροϊσκιωτους, πανούργους και μεγάλες κότες,
τεμπέληδες, πολλούς τεμπέληδες,
κουτσομπολιά, σάλια, διχόνοιες κι έριδες.
Μα τώρα εδώ στα ωραία και στα καλύτερα,
μακρυα απ’ το τέλος μια ώρα αρχύτερα,
καταλήγω μεταξύ σοβαρού και πλάκας
πως ήταν ένας, αλλά με χίλια πρόσωπα βλάκας.
Αν πέσει πάνω σου ξανά χαλαρά και νυσταλέα
βλάκας με digital περικεφαλαία,
μη δώσεις βάση στην κρυφόπνιχτη μιλιά του,
μην ελαφρώσεις απ’ τα βάσανα τη ραχοκοκαλιά του.
Άφησέ τον μες στη μούχλα μόνο του να ψαχουλεύει,
έχει μάθει στα σκουπίδια τύχη να γυρεύει,
να λερώνει με σιγανοψιθυρίσματα
σαν τα σιχαμένα ποντικογρυλλίσματα..
Ψάχνει γυρίσματα, εκλιπαρεί για χάρη.
Τα πάντα μέσα του κάθε στιγμή τουμπάρει.
Αρκετά, σου λέω, πολύ μας καθυστέρησε.
Δεν ξέρω τίποτα απ’ τα όμορφα αν μας στέρησε,
μα όπως έσπειρε, θέρισε· κανείς πια δε πληρώνει
καλοντυμένη, αχρείαστη, βαλαντωμένη πόρνη.
Τέρμα ο οίκτος και τα σαβουροσκορπίσματα
κι η αναμονή για τη ζωή που `χει γυρίσματα.
Κρατάω λίγα για να βγάλω το ανηφόρισμα,
κερνάω τύψεις, το λάθος πόρισμα,
γελάω πια μ’ όλα εκείνα τα ανισσόροπα
που άκουσα από το βλάκα με τα χίλια πρόσωπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου