του Κώστα Βαξεβάνη
Μεταξύ της δικαστικής εξουσίας και της απονομής της δικαιοσύνης υπάρχει τέτοια άβυσσος που χωράνε μαζί παράδεισος και κόλαση. Φυσικά χωράνε δικαστές και
εισαγγελείς, άνθρωποι με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, νόμοι και διατάξεις και ένα απροσδιόριστο μέγεθος που λέγεται κρίση του δικαστή.
Δίπλα στην αντικειμενικότητα και την αυστηρότητα των νόμων υπάρχει η απολύτως υποκειμενική κρίση αυτού που δικάζει η οποία απορρέει από το δικαίωμα στην ελεύθερη άποψη. Από αυτήν τη μεγάλη πόρτα της ελευθερίας, στο όνομά της μάλιστα, αρκετές φορές περνάνε η δικαστική απόφαση με προκαταλήψεις, η άδικη απόφαση και πιο σπάνια η κατανόηση και η επιείκεια. Οταν μια καθαρίστρια που πλαστογράφησε το απολυτήριο του δημοτικού όχι για να εισπράξει τα λεφτά του δημοσίου σε μορφή μίζας, αλλά για να καθαρίζει τις βρομιές μας μπαίνει δέκα χρόνια στη φυλακή, τότε τη Δικαιοσύνη δεν την περισώζουν ούτε οι ανακοινώσεις των συνδικαλιστικών της οργάνων ούτε οι επικλήσεις των νόμων ούτε οι δικαιολογίες όσων δίκασαν.
Οσοι δίκασαν αυτήν τη γυναίκα είμαι βέβαιος ότι έχουν να αντιπαραθέσουν διφορούμενη νομολογία και αποφάσεις του ανώτατου δικαστηρίου που τους οδήγησαν σε αυτήν την καταδίκη. Αποκαλύπτουν όμως την απόστασή τους από την κοινωνία και αυτό καθαυτό το δίκαιο και τη λειτουργία της συνείδησής τους. Δεν με νοιάζει αν οι δικαστές που καταδίκασαν τον Τάσο Μαντέλη με εξαγοράσιμη ποινή παρότι ομολόγησε ότι καταχράστηκε χρήματα του δημοσίου για τα οποία δεν σφουγγάρισε πατώματα είναι άλλοι και με διαφορετική κρίση από αυτούς που έστειλαν στη φυλακή την καθαρίστρια. Η Δικαιοσύνη είναι ενιαία και ενιαίως εκτεθειμένη, γιατί διαπράττει πάντα το λάθος της εύνοιας υπέρ του ισχυρού.
Παραθέτω αυτούσια την απόφαση εφετείου της Αθήνας για άλλη γυναίκα που πλαστογράφησε απολυτήριο λυκείου για να προσληφθεί και αυτή ως καθαρίστρια: «Κηρύσσεται αθώα η κατηγορουμένη-δημόσια υπάλληλος, η οποία κατά τον διορισμό της προσκόμισε πλαστό απολυτήριο Λυκείου, καθώς η παροχή μισθών εκ μέρους του Δημοσίου ισοσταθμίστηκε από την ισάξια αντιπαροχή της κατηγορουμένης, ήτοι την παρασχεθείσα εκ μέρους της εργασία. Συνεπώς, ουδεμία βλάβη υπέστη το Δημόσιο. Αλλωστε για την εν λόγω θέση δεν απαιτούνταν ιδιαίτερες γνώσεις και δεξιότητες και, επομένως, η έλλειψη του εν λόγω τίτλου σπουδών δεν μπορούσε αντικειμενικώς να επηρεάσει την ποιότητα των παρεχόμενων από την κατηγορουμένη υπηρεσιών». Το δικαστήριο αυτό που αποφάσισε όχι μόνο με το σπαθί της Δικαιοσύνης αλλά και με τη ζυγαριά της είχε απέναντι τους ίδιους νόμους αλλά διαφορετική κρίση. Σε μια άλλη περίπτωση δίωξης για πλαστογραφία με διωκόμενη την αντιδήμαρχο Παλαιού Φαλήρου και εκλεκτή του Κυριάκου Μητσοτάκη , η Δικαιοσύνη εξάντλησε όλη την επιείκειά της στην άριστη της ΝΔ δίνοντας έξι αναβολές και οδηγώντας την στον δρόμο της παραγραφής. Δύο ιερά αξιώματα καλύπτουν προκλητικά συνήθως όσα συμβαίνουν στη Δικαιοσύνη: πρώτον, ότι η κοινωνία τής έχει απόλυτη εμπιστοσύνη και, δεύτερον, ότι είναι ανεξάρτητη. Κανένα δεν ισχύει. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη εκφράζεται κάθε μέρα στην κοινωνία. Οι μόνοι που έχουν εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη είναι οι πλούσιοι και επώνυμοι υπόδικοι οι οποίοι ξέρουν ότι θα καταφέρουν να καθυστερήσουν την απονομή της και ίσως και να ξεφύγουν με τρόπο που η ίδια η Δικαιοσύνη δεν εξηγεί. Οσο για την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητα δεν υπάρχουν με τη ρομαντική έννοια, όπως δεν υπάρχουν και στη δημοσιογραφία. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς αποδίδουν ως αντικειμενικότητα το προσωπικό υποκειμενικό τους σύστημα που αποτελείται από την παιδεία τους, τις κοινωνικές συναναστροφές, τις πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις και οτιδήποτε τους διαμόρφωσε. Η κρίση τους είναι υποκειμενική και δεν γίνεται διαφορετικά. Το θέμα είναι σε αυτή την κρίση να συνυπάρχουν η συνείδηση και η αξιοπρέπεια.
Αυτή η συνείδηση και η γνώση της κοινωνικής πραγματικότητας είναι που πρέπει να καθοδηγούν τον δικαστή για να σταθμίσει, να ιεραρχήσει και να πάρει αποφάσεις συμβατές με τη ζωή εκτός από τους νόμους. Ο δικαστής που δεν επικαλείται την κρίση του για να συμβαδίσει με την κοινωνία στο πλαίσιο πάντα του νόμου ή που τη χρησιμοποιεί για να μεροληπτήσει υπέρ του ισχυρού μπορεί να ξέρει τους νόμους αλλά δεν τους θέτει στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ιδέας της Δικαιοσύνης. Οι φτωχοδιάβολοι που παρανομούν απειλούν τη νομιμότητα αλλά ποτέ αυτή καθαυτή την ιδέα της δικαιοσύνης και την κοινωνία. Καμιά απολυτότητα, ούτε αυτή της λατρείας στους νόμους, δεν παράγει κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία. Η κοινωνία δεν χρειάζεται Ιερές Εξετάσεις και Φερδινάνδους που αναφωνούν: «Ας επικρατήσει η δικαιοσύνη και ας χαθεί ο κόσμος». Θα έχω ωστόσο πάντα την ίδια απορία: πώς γίνεται τα λάθη στην απονομή δικαιοσύνης να μεροληπτούν υπέρ των εγκληματιών του λευκού κολάρου αλλά ποτέ υπέρ των καθαριστριών.
Μεταξύ της δικαστικής εξουσίας και της απονομής της δικαιοσύνης υπάρχει τέτοια άβυσσος που χωράνε μαζί παράδεισος και κόλαση. Φυσικά χωράνε δικαστές και
εισαγγελείς, άνθρωποι με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, νόμοι και διατάξεις και ένα απροσδιόριστο μέγεθος που λέγεται κρίση του δικαστή.
Δίπλα στην αντικειμενικότητα και την αυστηρότητα των νόμων υπάρχει η απολύτως υποκειμενική κρίση αυτού που δικάζει η οποία απορρέει από το δικαίωμα στην ελεύθερη άποψη. Από αυτήν τη μεγάλη πόρτα της ελευθερίας, στο όνομά της μάλιστα, αρκετές φορές περνάνε η δικαστική απόφαση με προκαταλήψεις, η άδικη απόφαση και πιο σπάνια η κατανόηση και η επιείκεια. Οταν μια καθαρίστρια που πλαστογράφησε το απολυτήριο του δημοτικού όχι για να εισπράξει τα λεφτά του δημοσίου σε μορφή μίζας, αλλά για να καθαρίζει τις βρομιές μας μπαίνει δέκα χρόνια στη φυλακή, τότε τη Δικαιοσύνη δεν την περισώζουν ούτε οι ανακοινώσεις των συνδικαλιστικών της οργάνων ούτε οι επικλήσεις των νόμων ούτε οι δικαιολογίες όσων δίκασαν.
Οσοι δίκασαν αυτήν τη γυναίκα είμαι βέβαιος ότι έχουν να αντιπαραθέσουν διφορούμενη νομολογία και αποφάσεις του ανώτατου δικαστηρίου που τους οδήγησαν σε αυτήν την καταδίκη. Αποκαλύπτουν όμως την απόστασή τους από την κοινωνία και αυτό καθαυτό το δίκαιο και τη λειτουργία της συνείδησής τους. Δεν με νοιάζει αν οι δικαστές που καταδίκασαν τον Τάσο Μαντέλη με εξαγοράσιμη ποινή παρότι ομολόγησε ότι καταχράστηκε χρήματα του δημοσίου για τα οποία δεν σφουγγάρισε πατώματα είναι άλλοι και με διαφορετική κρίση από αυτούς που έστειλαν στη φυλακή την καθαρίστρια. Η Δικαιοσύνη είναι ενιαία και ενιαίως εκτεθειμένη, γιατί διαπράττει πάντα το λάθος της εύνοιας υπέρ του ισχυρού.
Παραθέτω αυτούσια την απόφαση εφετείου της Αθήνας για άλλη γυναίκα που πλαστογράφησε απολυτήριο λυκείου για να προσληφθεί και αυτή ως καθαρίστρια: «Κηρύσσεται αθώα η κατηγορουμένη-δημόσια υπάλληλος, η οποία κατά τον διορισμό της προσκόμισε πλαστό απολυτήριο Λυκείου, καθώς η παροχή μισθών εκ μέρους του Δημοσίου ισοσταθμίστηκε από την ισάξια αντιπαροχή της κατηγορουμένης, ήτοι την παρασχεθείσα εκ μέρους της εργασία. Συνεπώς, ουδεμία βλάβη υπέστη το Δημόσιο. Αλλωστε για την εν λόγω θέση δεν απαιτούνταν ιδιαίτερες γνώσεις και δεξιότητες και, επομένως, η έλλειψη του εν λόγω τίτλου σπουδών δεν μπορούσε αντικειμενικώς να επηρεάσει την ποιότητα των παρεχόμενων από την κατηγορουμένη υπηρεσιών». Το δικαστήριο αυτό που αποφάσισε όχι μόνο με το σπαθί της Δικαιοσύνης αλλά και με τη ζυγαριά της είχε απέναντι τους ίδιους νόμους αλλά διαφορετική κρίση. Σε μια άλλη περίπτωση δίωξης για πλαστογραφία με διωκόμενη την αντιδήμαρχο Παλαιού Φαλήρου και εκλεκτή του Κυριάκου Μητσοτάκη , η Δικαιοσύνη εξάντλησε όλη την επιείκειά της στην άριστη της ΝΔ δίνοντας έξι αναβολές και οδηγώντας την στον δρόμο της παραγραφής. Δύο ιερά αξιώματα καλύπτουν προκλητικά συνήθως όσα συμβαίνουν στη Δικαιοσύνη: πρώτον, ότι η κοινωνία τής έχει απόλυτη εμπιστοσύνη και, δεύτερον, ότι είναι ανεξάρτητη. Κανένα δεν ισχύει. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη εκφράζεται κάθε μέρα στην κοινωνία. Οι μόνοι που έχουν εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη είναι οι πλούσιοι και επώνυμοι υπόδικοι οι οποίοι ξέρουν ότι θα καταφέρουν να καθυστερήσουν την απονομή της και ίσως και να ξεφύγουν με τρόπο που η ίδια η Δικαιοσύνη δεν εξηγεί. Οσο για την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητα δεν υπάρχουν με τη ρομαντική έννοια, όπως δεν υπάρχουν και στη δημοσιογραφία. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς αποδίδουν ως αντικειμενικότητα το προσωπικό υποκειμενικό τους σύστημα που αποτελείται από την παιδεία τους, τις κοινωνικές συναναστροφές, τις πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις και οτιδήποτε τους διαμόρφωσε. Η κρίση τους είναι υποκειμενική και δεν γίνεται διαφορετικά. Το θέμα είναι σε αυτή την κρίση να συνυπάρχουν η συνείδηση και η αξιοπρέπεια.
Αυτή η συνείδηση και η γνώση της κοινωνικής πραγματικότητας είναι που πρέπει να καθοδηγούν τον δικαστή για να σταθμίσει, να ιεραρχήσει και να πάρει αποφάσεις συμβατές με τη ζωή εκτός από τους νόμους. Ο δικαστής που δεν επικαλείται την κρίση του για να συμβαδίσει με την κοινωνία στο πλαίσιο πάντα του νόμου ή που τη χρησιμοποιεί για να μεροληπτήσει υπέρ του ισχυρού μπορεί να ξέρει τους νόμους αλλά δεν τους θέτει στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ιδέας της Δικαιοσύνης. Οι φτωχοδιάβολοι που παρανομούν απειλούν τη νομιμότητα αλλά ποτέ αυτή καθαυτή την ιδέα της δικαιοσύνης και την κοινωνία. Καμιά απολυτότητα, ούτε αυτή της λατρείας στους νόμους, δεν παράγει κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία. Η κοινωνία δεν χρειάζεται Ιερές Εξετάσεις και Φερδινάνδους που αναφωνούν: «Ας επικρατήσει η δικαιοσύνη και ας χαθεί ο κόσμος». Θα έχω ωστόσο πάντα την ίδια απορία: πώς γίνεται τα λάθη στην απονομή δικαιοσύνης να μεροληπτούν υπέρ των εγκληματιών του λευκού κολάρου αλλά ποτέ υπέρ των καθαριστριών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου